- υφημιόλιος
- -ον, Α(για δύο αριθμούς) αυτός που σε σχέση με τον άλλο έχει λόγο 1 πρός 1 1/2, δηλ. 2/3.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)-* + ἡμιόλιος «αυτός που αποτελείται από ένα όλο και το μισό του επί πλέον»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὑφημιόλιος — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑφημιόλιον — ὑφημιόλιος masc/fem acc sg ὑφημιόλιος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑφημιολίου — ὑφημιόλιος masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑφημιολίων — ὑφημιόλιος masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑφημιόλια — ὑφημιόλιος neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑφημιόλιοι — ὑφημιόλιος masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)